πλασμένος

πλασμένος
yaratılmış, vücut bulmuş

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ομόπλαστος — ὁμόπλαστος, ον (Μ) αυτός που είναι πλασμένος κατά τον ίδιο τρόπο με έναν άλλο, ο όμοια πλασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + πλαστός (< πλάθω)] …   Dictionary of Greek

  • αερόπλαστος — η, ο ο πλασμένος από αέρα «αερόπλαστη κόρη», λεπτή, αιθέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + πλαστός < πλάσσω] …   Dictionary of Greek

  • αιθερόπλαστος — η, ο ο πλασμένος όπως ο αιθέρας, αιθέριος, λεπτεπίλεπτος, άυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιθέρας + πλαστός < πλάσσω η λ. απαντά αρχικά στους: Δ. Νικολάου, Χρ. Γρηγορά (1868) και στον Δ. Βικέλα] …   Dictionary of Greek

  • αντίπλαστος — ἀντίπλαστος, ον (Α) πλασμένος απ το ίδιο υλικό, όμοιος …   Dictionary of Greek

  • αφροπλασμένος — η, ο 1. (για γλυκά) πλασμένος ώστε να φαίνεται αφρώδης 2. (για το ανθρώπινο σώμα) αυτός που μοιάζει σαν να έχει πλαστεί από αφρό, αβρός, απαλός …   Dictionary of Greek

  • εξαιρετόπλαστος — ἐξαιρετόπλαστος, ον (Μ) πλασμένος εξαίρετα, ομορφοκαμωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξαίρετος + πλαστός] …   Dictionary of Greek

  • ευμορφοπλασμένος — εὐμορφοπλασμένος, η, ον και μορφοπλασμένος, η, ον (Μ) αυτός που είναι ωραία πλασμένος, ο καλοσχηματισμένος …   Dictionary of Greek

  • εύμασθος — εὔμασθος, ον (Μ) (για γυναίκα) αυτή που έχει ωραίους, καλοκαμωμένους μαστούς, ωραίο στήθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μασθός, υστερογενής τ. τού μαστός, αναλογικά πλασμένος προς άλλες ονομασίες μερών τού σώματος (πρβλ. βρόχθος, κύσθος, στήθος)] …   Dictionary of Greek

  • ζαχαροπλασμένος — η, ο 1. πλασμένος με ζάχαρη, ζαχαροκαμωμένος 2. μτφ. γλυκός …   Dictionary of Greek

  • ηθικός — ή, ό (AM ἠθικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ήθος ή στην ηθική, κατ αντίθεση προς το ανήθικος και σε αντιδιαστολή προς το διανοητικός 2. αυτός που επιδρά στο ήθος ή στα ήθη («ηθική διδασκαλία») νεοελλ. 1. αυτός που είναι σύμφωνος… …   Dictionary of Greek

  • ημίπλαστος — ἡμίπλαστος, ον (Α) αυτός που έχει πλαστεί κατά το ήμισυ, ατελώς πλασμένος, μισοπλασμένος, μισοσχηματισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πλαστος (< πλάσσω), πρβλ. εύ πλαστος, πρωτό πλαστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”